εκφυλιστικός

εκφυλιστικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που συντελεί στον εκφυλισμό, που τον προκαλεί.
2. που έχει χαρακτηριστικά εκφύλισης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκφυλιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει, συντελεί ή ταιριάζει στον εκφυλισμό, προκαλεί εκφυλισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”